- καθαίρω
- (AM καθαίρω)1. καθαρίζω («καθήρατε δὲ κρητῆρας», Ομ. Οδ.)2. εξαγνίζω από έγκλημα ή αμάρτημα («καθαίρειν τινὰ φόνου», Ηρόδ.)αρχ.1. απαλλάσσω μια χώρα από τέρατα και ληστές («καθαίρειν γῆν και θάλατταν», Πλούτ.)2. ιατρ. καθαρίζω, κάνω κένωση με φάρμακα καθαρτικά ή εμετικά3. κλαδεύω, καθαρίζω κόβοντας τα περιττά ή ξερά κλαδιά δέντρου («πᾱν τὸ καρπὸν φέρον καθαίρει αὐτό, ἵνα πλείονα καρπὸν φέρη», ΚΔ)4. αφανίζω5. μτφ. μαστιγώνω («τῆδέ τυ δήσας Εὐμάρας ἐκάθαρε καλῶς», Θεόκρ.)6. διασαφηνίζω, εξηγώ κάτι7. αποπλύνω, καθαρίζω κάτι πλένοντάς το8. μτφ. απαλλάσσομαι («καθαίρομαι γῆρας», Αισχύλ.)9. πάπ. κοσκινίζω καρπό10. φρ. «καθήρασθαι στόμα» — να τηρήσει καθαρή τη γλώσσα (Αισχύλ.)11. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ καθαίρωνονομασία τής ίριδας, τού ουράνιου τόξου.[ΕΤΥΜΟΛ. < *καθαρ-jω < θ. καθαρ- τού καθαρ-ός + ενεστωτ. επίθημα jω, με επένθεση (πρβλ. βαίνω < *βαν-jω, χαίρω < *χαρ-jω)].
Dictionary of Greek. 2013.